- μακάβριος
- -α, -ο1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεκρούς ή στον θάνατο2. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικαλέος, τρομακτικός.επίρρ...μακάβριαμε μακάβριο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. macabre, πιθ. από το όν. ενός ζωγράφου Macabre, που ζωγράφισε χορό σκελετών ή, κατ' άλλους, < μέσ. λατ. Machabeorum (chorea) «Μακκαβαίων (χορός)»].
Dictionary of Greek. 2013.